- ὑγροκέφαλος
- ὑγρο-κέφᾰλος, ον,A suffering from water in the head, Arist.Pr.861a17, Sor.2.55: neut. -κέφαλον, τό (sc. πάθος), Alex.Trall.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγροκέφαλος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον (ενν. πάθος) η υδροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο κέφαλος, ξηρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ὑγροκέφαλον — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem acc sg ὑγροκέφαλος suffering from water in the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκεφάλοις — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκεφάλων — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκέφαλοι — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek